-
1 дерево
1. (растение) το δένδρο/δέντρο-, предназначенное к рубке - προς κοπήνжелезное - см. бакаутлиственное{}листопадное{} - φυλλοφόρο -низкорослое - θαμνώδους μορφής, νανώδες -оливковое - το ελαιόδεντρο, η ελιάсандаловое{}санталовое{} - см. сандалтутовое - см. шелковица2. (древесина) το ξύλο, η ξυλείαкрасильное - βαφής (χρησιμοποιούμενο λόγω των ιδιοτήτων του ως ύλη χρωματισμού)3. анат. (бронхиальное) το βρογχικό δένδρο 4. (родословное) το γενεαλογικό δένδρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дерево
-
2 тело
το σώμαинородное - мед. ξένο --качения (деталь подшипника) το στοιχείο κύλισης, разг. η σφαίραчёрное - физ. μέλαν/μαύρο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тело
-
3 белый
επ., βρ: бел, -а, -о κ. -ο1. λευκός, άσπρος•-ая бумага άσπρο χαρτί.
2. επ. κ. ουσ. λευκός, λευκοφρουρός•-ая армия ο στρατός των λευκών•
белый террор η τρομοκρατία των λευκοφρουρών.
εκφρ.белый билет – πιστοποιητικό απαλλαγής από το στρατό•- ое вино – το άσπρο κρασί•- ая ворона – παρδαλό κουτάβι (που ξεχωρίζει ανάμεσα στ' άλλα)•- ая горячка – τρομώδης παραφροσύνη, ντελίριο•-ая изба, -ая баня – άσπρη ίζμπα, άσπρο λουτρό (με καπνοδόχο, σε αντίθεση με τη μαύρη)•-ые места,-ые пятна – α) ανεξερεύνητες περιοχές, β) ανεξήγητα, σκοτεινά σημεία•- ое мясо – το κοτίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας•белый свет – ο κόσμος, η γη•- ые стихи – ανομοιοκατάληκτοι στίχοι•белый хлеб – εκλεκτό σιταρίσιο ψωμί•среди ή средь бела дня – μέρα-μεσημέρι (ολοφάνερα)•принять -ое за чёрное – παίρνω ή παρουσιάζω το άσπρο για μαύρο•белый медведь – άσπρη αρκούδα.